- ἀταλάφρων
- ἀτᾰλάφρων [ᾰτ], ον, gen. ονος, ([etym.] φρονέω)A tender-minded, of a child in arms, Il.6.400, Q.S.13.122:—also in form [full] ἀταλόφρων, IG12(8).600.14 ([place name] Thasos).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αταλάφρων — ἀταλάφρων, ον (Α) (για παιδιά) τρυφερός, ευαίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αταλάφρων θεωρήθηκε ότι προήλθε από τη φρ. «αταλά φρονέων», με α συνθετικό το επίθ. αταλός* στην αιτ. πληθ. του ουδετέρου. Υποστηρίχθηκε όμως και η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την… … Dictionary of Greek
ἀταλάφρων — tender minded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταλάφρονα — ἀταλάφρων tender minded neut nom/voc/acc pl ἀταλάφρων tender minded masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταλάφρονας — ἀταλάφρων tender minded masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταλάφρονι — ἀταλάφρων tender minded dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αταλός — ἀταλός, ή, όν (Α) Ι. 1. (για νεαρής ηλικίας πρόσωπα ή ζώα) ανάλαφρος, λεπτός, ευαίσθητος 2. νεανικός, ζωηρός 3. τρυφερός, στοργικός 4. υπάκουος, ευπειθής II. επίρρ. ἀταλῶς («ἀταλώτατα παίζει») χορεύει πιο ανάλαφρα στην επιγραφή του Διπύλου).… … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek